Το κλάμα της προσφυγιας,και το αλμυρό δάκρυ των γερόντων
Τα κεραμιδιά των σπιτιων,των εκκλησιών τα καμπαναριά
Του στρατεύματος η υποχωριση,και η αναφορά των απόντων
Εκείνη που κρέμασαν τον πατερά σου,τη λυγαριά..!
Το άλικο αίμα έρεε σαν πηγή ,μα και των ελαιώνων η γαλήνη
Θυμήσου της προσφυγιάς το νερο,σε πότισε σα σφουγγάρι
Τώρα που γέροντας ψυχορραγείς ,στη νεκρική σου κλίνη
Ονειροφερνεις τότε που έσφαξαν, το γιο σου επάνω στο κελάρι…!
Και όλο πετάγεσαι και παραμιλάς, για της γυναικός σου την εμορφάδα
Για τη σφαίρα που σου χάλασε ,το αριστερό σου μάτι
Τότε που βίαζαν την κυρά σου,την μέρα την αποφράδα
Ικέτεψες σαν σε βασανιζαν,να θρουν χίλιοι θάνατοι…!!!
Στο γηροκομιο ξεφωνίζεις τις νύχτιες ,σε ξανακαινε οι φλόγες
Με το ένα μάτι σου βλέπεις ξανά, σπαθί, κρεμάλα ,λεηλασία,
Νερό, λιμάνι, θανατο,και αυτοσχέδιες πιρόγες
Μεγάλες δυνάμεις που άφησαν, να γίνει η αιματηρή θυσία..!!
Μα η λήθη των γηρατειών ,και η αρρώστια δεν σου φέρε τη λησμονιά
Χορεβουν σαν σκιές ,λόφοι, πεδιάδες, και χαμένες πατρίδες
Πριν το κακό που εζουσατε,μαζι στην ιδία γειτονιά
Στο ίδιο χώμα πιστεβατε, στις ίδιες ηλιαχτίδες….!!!
Μονάχος στο κατάλευκο γηροκομιο ,που σαν σάβανο σε ματώνει
Παραμιλάς ποια είναι η πατρίδα σου? Πως το χώμα εκεί σε προσμένει
Τώρα που σβήνεις και φεύγουν μαζί σου,της μνήμης σου οι πόνοι
Τώρα γινόμαστε και εμείς ,ανιστόρητοι ,φτωχότεροι, και ξένοι…..!!